- αντεπιτίθεμαι
- αντεπιτίθεμαι, αντεπιτέθηκα βλ. πίν. 138
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντεπιτίθεμαι — (AM ἀντεπιτίθεμαι Α κ. ενεργ. ἀντεπιτίθημι) κάνω αντεπίθεση, επιτίθεμαι κι εγώ εναντίον εχθρού ο οποίος μου έχει επιτεθεί αρχ. ( μι) 1. θέτω και εγώ επάνω 2. στέλνω απαντητική επιστολή … Dictionary of Greek
ανθάπτομαι — ἀνθάπτομαι (Α) 1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι 2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι 3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο 4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου 5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο 6. μέμφομαι, κατηγορώ … Dictionary of Greek
αντέπειμι — ἀντέπειμι (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντελαύνω — ἀντελαύνω (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντεμβάλλω — ἀντεμβάλλω (Α) 1. βάζω κάτι αντί για κάτι άλλο 2. αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντεμπίπτω — ἀντεμπίπτω (Α) 1. περιέρχομαι στη θέση κάποιου άλλου 2. αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντεξελαύνω — ἀντεξελαύνω (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντεξιππεύω — ἀντεξιππεύω (Α) αντεπιτίθεμαι έφιππος … Dictionary of Greek
αντεξορμώ — ἀντεξορμῶ ( άω) (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
αντεπέξειμι — ἀντεπέξειμι (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek